03-01-2023, Ω/ 21:25΄
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ…ΦΛΟΞ!
Ήμασταν μια μικρή παρέα τότε, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Κώστας Βουτσινάς κι εγώ, που τα σκοτεινά βράδια της Κατοχής τρυπώναμε σε μια ταβέρνα της οδού Γ΄ Σεπτεμβρίου, που η μαυραγορίτη δραστηριότης του καταστηματάρχη της επεφύλασσε εκπλήξεις στην πειναλέα πελατεία της.
Πότε υπήρχε λίγη φέτα νωπή και άνοστη, πότε υπήρχε λαδάκι του Θεού, που έμπαινε ”έξτρα” στα νερόβραστα όσπρια, πού και πού υπήρχε ψωμί ”ζυμωτό”, που το κατεβάζαμε αμάσητο και το νιώθαμε ύστερα στο στομάχι μας σαν μια γροθιά τσιμεντένια.
Μέσα σ’ αυτήν την ταβέρνα, περιφερόταν μελαγχολικός ένας ξερακιανός σκύλος που μπορούσε κανείς να μετρήσει τα πλευρά του. Βέβαια, μεζέδες για σκύλους δεν περίσσευαν εκείνη την εποχή που οι άνθρωποι ψάχνανε πριν τις γάτες στους σκουπιδοτενεκέδες για να βρούνε κάτι φαγώσιμο.
Αλλά κι ο καημένος ο Φλοξ – Φλοξ λέγανε τον πειναλέο σκύλο της ταβέρνας – που είχε απαρνηθεί οριστικά την κρεατοφαγία, κατέβαζε αδιαμαρτυρήτως ό,τι είχε την ευχαρίστηση να του προσφέρει η εξίσου πειναλέα πελατεία της κατοχικής ταβέρνας, που πεινασμένη καθότανε, πεινασμένη σηκωνότανε.
Τέτοια ήταν η πείνα του Φλοξ, που ακόμα και τη νερόβραστη λαχανίδα καταβρόχθιζε.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, τα Χριστούγεννα, ο Κώστας Βουτσινάς έτυχε να συναντηθεί με τον ταβερνιάρη.
-Το βράδυ κυρ Κώστα, πάρε τον κυρ Χρήστο και τον κυρ Αλέκο κι ελάτε στο μαγαζί να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα.
– Τι Χριστούγεννα να κάνουμε; Χριστούγεννα με λαχανίδα;
Ο μαυραγορίτης γέλασε πονηρά και του απαντάει: Άμα σας λέω ελάτε, ελάτε.
Κάτι πονηρεύτηκε ο Κώστας.
-Γιατί δηλαδή, θα ‘χεις τίποτα της προκοπής;
Έσκυψε στο αυτί του Κώστα ο μαυραγορίτης και του ψιθύρισε συνωμοτικά το μεγάλο μυστικό:
– Θα έχουμε κρέας.
– Κρέας;
– Κρέας, μάλιστα.
Χτυπήσανε τα τέλια αμέσως, ειδοποιηθήκαμε ο Χρήστος κι εγώ και νωρίς – νωρίς, πριν καλά – καλά σουρουπώσει τελείως, μην τυχόν προλάβουν τίποτ’ άλλοι να μας φάνε το κρέας, θρονιαστήκαμε στην ταβέρνα.
– Φέρε λοιπόν.
– Τι να φέρω;
– Κρέας να φέρεις.
– Να σας φέρω πρώτα κάτι ορεκτικό; Κάτι να σας ανοίξει την όρεξη;
– Βρε δε θέλουμε να ανοίξει η όρεξη. Ανοιχτή είναι πανάθεμάτη. Να κλείσει θέλουμε.
– Να σας φέρω δηλαδή αμέσως το κρέας;
– Αμέσως.
– Να φέρω και σαλάτα;
– Να φέρεις.
– Έχω και φέτα.
– Να φέρεις και φέτα.
– Και ψωμί;
– Και ψωμί.
Βέβαια, με τέτοια παραγγελία, ήτανε σίγουρο πως θα αφήναμε στον μαυραγορίτη ταβερνιάρη όλη την κινητή μας περιουσία, γιατί κανείς από τους τρεις μας δεν είχε ακίνητη.
Μόνο κινητή περιουσία είχαμε και μάλιστα ευκολομετακίνητη μιας και δεν προλάβαινε να ζεσταθεί στις τσέπες μας.
Ήρθε λοιπόν το κρέας, λίγο μαυρισμένο, λίγο περίεργο, αλλά τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Πέσαμε και οι τρεις με τα μούτρα. Από την πρώτη όμως μπουκιά, απογοητευτήκαμε. Κοιταχτήκαμε. Ύστερα ο Χρήστος είπε:
– Ξινό δεν είναι;
– Ναι μωρ’ αδερφέ μου. Ξινό και σκληρό.
– Αρνάκι, λέει.
Ο Κώστας γύρισε το κεφάλι του κι έψαξε όλο το μαγαζί. Ύστερα κοίταξε κάτω από τα τραπέζια.
Ο Χρήστος τον ρώτησε:
– Τι ψάχνεις;
– Ο Φλοξ πού είναι;
Αλήθεια, ο Φλοξ πού ήταν; Πώς και δε φάνηκε ακόμα αυτός, που με το πρώτο κουδούνισμα
μαχαιροπίρουνου έτρεχε σαν νεοσύλλεκτος σε προσκλητήριο;
Ρωτήσαμε τον ταβερνιάρη.
– Τι να σας πω; Κι εγώ δεν ξέρω. Από χθες το βράδυ τον έχασα.
Οι πρώτες μας ανησυχητικές υποψίες άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά.
Τη σάρκα και τα οστά του κατακαημένου του Φλοξ, που φαίνεται πως τον τρώγαμε
αντί Χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας.
Κανείς μας δεν είπε τίποτα, μην τυχόν χαλάσει το κέφι των αλλωνών.
Και μόνο ο Βουτσινάς μουρμούρησε:
– Σήμερα έτυχε να λείπεις ρε Φλοξ, που υπάρχουν και κόκκαλα;
Μετά την απελευθέρωση, ο Χρήστος κι εγώ, μεταφέραμε αυτή τη σκηνή με τον Φλοξ,
στην κωμωδία μας ”Οι Γερμανοί Ξανάρχονται”.
(Από τα αφηγήματα του Αλέκου Σακελλάριου)