04–01-2023, Ω/11:20′
Χριστούγεννα και φέτος.
Και οι ευχές όλων μας για υγεία, αγάπη, επιτυχίες, σύνεση και άλλα πολλά, θα έχουν και πάλι τη τιμητική τους.
Τώρα πόσοι από εμάς εννοούμε αληθινά αυτές τις ευχές, κάνοντας πράξη τουλάχιστον τη σύνεση και την αγάπη, είναι ένα ερώτημα..
Προσωπικά ένα πολύ συγκινητικό περιστατικό θυμάμαι πάντα τούτες τις μέρες ειδικότερα, από τοτε που υπηρετούσα ακόμη στο ενδοξο Πυροσβεστικό Σώμα.
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, βραδάκι .
Είχαμε ειδοποιηθεί να μεταβούμε για παροχή βοήθειας σε διαμέρισμα κάπου στην Καλλιθέα.
Σε κτύπημα μας στην πόρτα ακούμε μια αμυδρά τρεμάμενη φωνή. “Δεν μπορώ…, ελάτε ‘’.
Ρωτάμε αν μπορεί να μας ανοίξει.
Μας ανοίγει ένας παππούς με μπαστουνάκι περίπου 85 ετών, και προλαβαίνοντας μας, μας λέει με τρεμάμενη φωνή:
‘’ Συγγνώμη που σας έφερα εδώ, αλλά δεν έχω άλλον στο κόσμο. Από τότε που πήρα τη σύνταξη μου στη Γερμανία, εδώ και είκοσι χρόνια, επέστρεψα στη πατρίδα. Ολομόναχος, σε τούτο δω το διαμερισματάκι που είχα βρει τότε’’ .
Και συνεχίζοντας χωρίς ανάσα σχεδόν, μας συγκινεί όλο και περισσότερο:
‘’Κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα, αλλά και της Παναγίας και άλλες μεγάλες γιορτές, νοιώθω περισσότερο τη μοναξιά. Και μέχρι πριν λίγα χρόνια ταχυδρομούσα μονάχος μου μια κάρτα στο όνομά μου και στη διεύθυνση μου, έχοντας τη ψευδαίσθηση ότι κάποιοι με θυμήθηκαν… ‘’
‘’Σημερα, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά ήθελα να έρθει κάποιος σπίτι, να μιλήσω, να κεράσω, να καταλάβω ότι δεν είμαι μόνος, ότι κάποιος σκέφθηκε και μένα. Γι αυτό σας τηλεφώνησα. Και συγχωρέστε μου αν μπορείτε τον…δόλιο.. . ’’.
Τελειώνοντας τη τελευταία αυτή φράση του, σκούπισε κάποιες σταγόνες που κύλησαν από το σκασμένο πρόσωπο του.
Και σαν να διάβασε τη σκέψη μας, αμέσως συνέχισε: ‘’ Ναι, είχα οικογένεια, σύζυγο και δύο αγοράκια, που όμως έχασα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που μας βρήκε πριν από σαράντα περίπου χρόνια, εκεί, στη μαύρη ξενιτιά ‘.
Δε μπόρεσε να συνεχίσει. Κι εμείς δε τον πιέσαμε.
Μονάχα περιμέναμε να αλλάξει ο χρόνος, να του πούμε χρόνια πολλά και να δούμε το βλέμμα του, ν’ ακούσουμε την ανάσα του, να του σφίξουμε τα ροζιασμένα χέρια του και να τον αγκαλιάσουμε ένας ένας με αγάπη.
Ίσως την επόμενη πρωτοχρονιά να μην υπάρχει σκεφτήκαμε.
Φεύγοντας ύστερα όλοι μας, και σκουπίζοντας και τις δικές μας σταγόνες από τα πρόσωπα μας, ακούσαμε την γνωστή μας εκείνη τρεμάμενη φωνούλα ξωπίσω μας να μας λέει : ‘’ σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για το όμορφο πρωτοχρονιάτικο δώρο σας. Ο Θεός να σας έχει πάντα καλά ‘’…
Αυτές τις λέξεις, πάντοτε ειδικά κάθε τέτοια εποχή, θυμάμαι και μελαγχολώ, συγκινούμαι και παρακαλώ το Θεό να μην υπάρχει στο κόσμο μοναξιά και λύπη…
ΥΓ. Το μικρό αναμνηστικό που μας πρόσφερε με μεγάλη χαρά τότε ο μπάρμπα Χρήστος (αυτό ήταν το όνομα του), ακόμη κοσμεί το τοίχο του σπιτιού μου…
Γ. Παναγιωτακόπουλος