12-11-2022, Ω/10:05′
ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΛΟΥΤΣΟΥ *
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τι με ρώτησες; Ποιο είναι το όνομά μου; Nesar. Όχι, όχι. Άγγελο με λένε. Άγγελο. Δεν με λένε πια Nesar. Έτσι με έλεγαν μέχρι τα 12 μου χρόνια. Με αυτό το όνομα έφυγα από το Αφγανιστάν, παιδί ακόμα, αλλά όταν ήρθα εδώ… εδώ στο νησί στη Λέσβο… Εκείνος με φώναξε: Άγγελο. Από τότε με λένε Άγγελο.
Δεν θέλω όμως να θυμάμαι το παρελθόν. Βλέπεις πως είναι τα μάτια μου; κόκκινα, πρησμένα από τα δάκρυα. Όταν θυμάμαι εκείνα τα χρόνια δακρύζω. Κλαίω… για τους γονείς μου, για την οικογένειά μου, αλλά τα δάκρυά μου γίνονται δάκρυα χαράς, ευγνωμοσύνης και πίστης που γνώρισα Εκείνον…
Όλα έγιναν γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Μέσα σε μια ημέρα, μέσα σε μια στιγμή, άλλαξαν όλα. Άλλαξε η ζωή μου . Οχτώ χρονών ήμουνα όταν πήρα την απόφαση να φύγω από το Αφγανιστάν. Με τον τόπο μου, την χώρα μου δεν με έδενε πια τίποτα. Οι γονείς μου δεν υπήρχαν, εγώ τους είδα να πεθαίνουν, να σκοτώνονται μπροστά μου από τους στρατιώτες όπως και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου. Δίχως λόγο δίχως καμιά αιτία. Μόνο εγώ επέζησα. Δεν ξέρω, ακόμα και τώρα που σου μιλάω για ποιον λόγο δεν σκότωσαν και εμένα. Ένας στρατιώτης έβαλε την κάννη του όπλου του στο κεφάλι μου αλλά δεν πάτησε την σκανδάλη. Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανε. Αυτό θα ήθελα πολύ να έκανε και ήμουν έτοιμος για τον δικό μου θάνατο. Να λυτρωθώ. Να τελειώσουν όλα εκεί, να τελείωνα κι εγώ μαζί με την οικογένειά μου.
Την επόμενη κιόλας ημέρα έφυγα. Κάποιοι μου είπαν πως θα περνούσαν τα σύνορα και θα πήγαιναν στην Ελλάδα. Δεν είχα τον χρόνο για να το σκεφτώ, δεν είχα τα χρήματα που χρειάζονταν, τους έδωσα όμως ό,τι είχαν οι γονείς μου. Τους χάρισα το σπίτι, τους έδωσα την λιγοστή περιουσία τους, έδωσα οτιδήποτε είχαμε…
Μέρες και νύχτες περπατούσαμε. Για λίγες ώρες ξεκουραζόμασταν και συνεχίζαμε. Αυτές τις ώρες που έκλεινα τα μάτια μου Εκείνος έρχονταν στα όνειρά μου. Δεν τον ήξερα, δεν τον είχα ξαναδεί. Ήταν ένας ψηλός άνθρωπος, πολύ ψηλός και δυνατός σαν πολεμιστής, μα αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν οι μεγάλες φτερούγες που είχε στο σώμα του. Μου μιλούσε και μου έδειχνε έναν δρόμο να ακολουθήσω που δεν τον είχα ξαναδεί, ούτε τον είχα περπατήσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Ξυπνούσα και είχα στα αυτιά μου τα λόγια του και το γαλήνιο πρόσωπό του. Μου έλεγε να μην φοβάμαι… πως θα είναι κοντά μου… αυτό μου έλεγε συνεχώς. Όταν φτάσαμε στην Τουρκία μας υποδέχτηκαν δυο άνδρες. Ήμασταν πια και επίσημα μετανάστες, δίχως πατρίδα και το κυριότερο χωρίς κανένα αύριο. Μας έβαλαν πάνω σε κάρα που τα έσερναν άλογα και μετά από μέρες φτάσαμε στα παράλια και από εκεί με βάρκα ήρθαμε στο νησί. Στη Λέσβο.
Στην ακτή μας περίμεναν κάποιοι που μου ήταν φιλικοί μαζί μας και μας βοήθησαν, ειδικότερα εμένα που ήμουν ο μικρότερος. Μας έδωσαν κουβέρτες, ρούχα και παπούτσια και μας μετάφεραν σε ένα χωριό. Στη Μόρια. Γρήγορα έγινα φίλος με άλλα παιδιά που δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα με την δική μου, αλλά αυτό δεν με ένοιαζε. Είχα ένα σπίτι κι ας ήταν αυτό μόνο ένα κρεβάτι, είχα φαγητό, είχα ρούχα, είχα κάποιους που νοιάζονταν για εμάς. Είχα όμως κι Εκείνον. Λαχταρούσα να έρθει το βράδυ να κλείσω τα μάτια μου και να τον συναντήσω στα όνειρά μου. Κάθε βράδυ εκεί. Να μου μιλάει, να μου λέει να μην φοβάμαι. Ένοιωθα πως ήταν για μένα ένας πατέρας που δεν είχα πια, ένοιωθα πως ήταν ένας δικός μου άνθρωπος. Ο πιο δικός μου άνθρωπος στον κόσμο.
Έναν μήνα αργότερα, εγώ και τα άλλα παιδιά ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα. Ενθουσιάστηκα. Μας έδωσαν βιβλία, χαρτιά και μολύβια που ποτέ δεν είχα, και όλα τα πρωινά διαβάζαμε και γράφαμε με την βοήθεια του δασκάλου μας και σε τρία χρόνια μπορούσα να μιλήσω την ελληνική γλώσσα.
Ένα βράδυ, ένα καλοκαιρινό βράδυ του Ιούνη, αψήφησα τις φωνές και την φασαρία που ακούγονταν γύρω μου και σχεδίασα πάνω στο χαρτί την μορφή του ανθρώπου που ερχόταν στα όνειρά μου. Έκλεινα τα μάτια μου και έφερνα την εικόνα του προσώπου του μπροστά μου. Τα άνοιγα και αποτύπωνα πάνω στο χαρτί την μορφή του. Έκανα και τα χέρια του, τα πόδια του, το σπαθί που κρατούσε, ζωγράφισα τα φτερά του. Το κράτησα στα χέρια μου και αποκοιμήθηκα δίχως να αντιληφθώ την φωτιά που έκαιγε τα σπίτια μας για να κάψει τις ζωές μας.
Οι φωνές γρήγορα έγιναν ουρλιαχτά απόγνωσης και η φωτιά με σφοδρότητα έκαιγε οτιδήποτε συναντούσε στο εφιαλτικό πέρασμά της. Την άκουγα να έρχεται, άκουγα τον ποδοβολητό των άλλων που έτρεχαν για να σωθούν, άκουγα τις κραυγές των παιδιών την ένοιωθα πια να είναι κοντά μου, αλλά δεν είχα τη δύναμη να την αντιμετωπίσω. Στάθηκα όρθιος περικυκλωμένος από τις φλόγες και τους καπνούς και προσπαθούσα να βρω την έξοδο προς τη ζωή, ώσπου δεν είχα πια άλλες ανάσες και κατέρρευσα. Η φωτιά ήταν πια πάνω μου, στο σώμα μου και μ’ έκαιγε.
«Άγγελε, άγγελε…».
Από κάπου μακριά δίχως να μπορώ να προσδιορίσω άκουγα την φωνή του. Ήταν Εκείνος που έρχονταν στα όνειρά μου. Δεν έκανα λάθος. Τον γνώρισα και αμέσως ένοιωσα σιγουριά που θα ήταν δίπλα μου. Με πλησίασε. Με κράτησε στα χέρια του και με οδήγησε ξανά πίσω στη ζωή. Περπατούσαμε μέσα από τις φλόγες δίχως να καιγόμαστε, δίχως να νοιώθω φόβο και οι φωνές, τα ουρλιαχτά που μέχρι πριν άκουγα τώρα δεν έφταναν πια στ’ αυτιά μου. Και οι δυο πήγαμε πολύ μακριά, κάπου που δεν είχα ξαναπάει.
«Εδώ είναι το δικό μου σπίτι…» .
Ήταν ένα μοναστήρι, μια εκκλησία και στην είσοδό της υπήρχε μια μεγάλη ασημένια εικόνα. Έκπληκτος την κοίταξα για να δω το δικό του πρόσωπο. Ήταν Εκείνος. Μπήκα μέσα για να δω τη μορφή του παντού. Σε εικόνες μικρές και μεγάλες. Στάθηκα γονατιστός μπροστά στην μεγαλύτερη εικόνα του και έσκυψα κοιτώντας το δάπεδο.
Μια ανυπέρβλητη ευτυχία ένοιωσα να κατακτά απ’ άκρη σε άκρη την ψυχή και το μυαλό μου. Συναισθήματα πρωτόγνωρα είναι πια μέσα μου, παντού. Νοιώθω τον χρόνο να σταματά, να τρέχει, να πηγαίνει πίσω και ξανά απ’ την αρχή. Βλέπω τον Nesar παιδί να φεύγει από την πατρίδα του, βλέπω τον Άγγελο μεγάλο πια ευτυχισμένο να υμνεί Εκείνον, τον βλέπω να πιστεύει. Φορά ράσα έχει άσπρα γένια και μαλλιά και παντού μιλά για τον Αρχάγγελο. Θέλω να μείνω για πάντα εδώ σκέφτομαι. Να είμαι κοντά του να γίνει και δικό μου σπίτι… Θέλω να ζήσω εδώ.
* Ο Κώστας Ν. Βελούτσος υπηρέτησε στο Πυροσβεστικό Σώμα από το 1987 ως το 2015, στις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες Χίου και Μυτιλήνης καθώς και στο Πυροσβεστικό Κλιμάκιο Πλωμαρίου. Γράφει και αρθρογραφεί. Δικά του έργα είναι: “Σεργιάνι στη ζωή”, “Τελευταία φορά”, “Ζωή από τον θάνατο”, “Άλικες ζωές”, “Οι άνθρωποι του Αύγουστου”. Άρθρα και διηγήματά του δημοσιεύονται στον ηλεκτρονικό τύπο. Ο Κώστας Βελούτσος είναι ενεργό μέλος της Π.Ε.Α.Π.Σ. Το 2021 συμμετείχε στον διαγωνισμό πυροσβεστικού διηγήματος της Στέγης Πυροσβεστικού Πολιτισμού, της Ένωσης, με το διήγημά του, “το πρόσωπο της φωτιάς”, το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο!