0-7-07-2024,Ω/09:20΄
Αν υποθέσουμε ότι ο Θεός είναι ο πρώτος εργαζόμενος στον κόσμο, αυτοαπασχολούμενος για την ακρίβεια, αφού ήταν εργοδότης του εαυτού του, που δούλεψε σκληρά για να φτιάξει σε έξι μέρες το Σύμπαν, οφείλουμε ταυτόχρονα να του αναγνωρίσουμε ότι, πιθανότατα μετά κατάλαβε ότι η εργασία συνεχούς πυράς είναι εξουθενωτικό και ψυχοφθόρο σπορ, εξ ου κι αποφάσισε αφενός ο ίδιος να μην ξαναδουλέψει ποτέ -τουλάχιστον μέχρι την Πρώτη Παρουσία, οπότε έκανε ένα οδυνηρό διάλειμμα 33 ετών μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, που ουδείς γνωρίζει πόσες χιλιετίες θα την περιμένουμε- και να πάψει να ασχολείται με την τελειοποίηση της δημιουργίας του, αφετέρου να παρέχει την ίδια πολυτέλεια και στο κατά τεκμήριο τελειότερο δημιούργημά του, τον άνθρωπο, φτιαγμένο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Στον βιβλικό παράδεισο δεν υπήρχε εργασία, οι πρωτόπλαστοι θα τα είχαν όλα έτοιμα, μια ματιά στον κήπο θα έριχναν, κανένα κλαδεματάκι, λίγο ξεχορτάρωμα, κανένα ποτισματάκι, καμιά σπορά, τα υπόλοιπα θα τα έκανε η φύση, ως το πρώτο καλοκουρδισμένο εργοστάσιο συνεχούς πυράς διευθυνόμενο από την αρχαιότερη εκδοχή τεχνητής νοημοσύνης.
Ο βιβλικός μύθος μάς λέει εμμέσως ότι η εργασία είναι ένας καταναγκασμός που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση και από τον οποίο το είδος μας είναι προορισμένο να απαλλαγεί. Κι αν ο Θεός καθάρισε με την έβδομη μέρα της εβδομάδας, εναπόκειται στην ανθρωπότητα να καταργήσει μία προς μία τις υπόλοιπες έξι μέρες ως εργάσιμες, όσες χιλιετίες κι αν απαιτηθεί γι’ αυτό. Αυτό που αποκαλούμε πρόοδο είναι μια μακρά, κυρίως αιματηρή πορεία μείωσης του εργάσιμου χρόνου και συρρίκνωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Και παρότι η βιβλική εντολή για τη μη εργάσιμη έβδομη μέρα κάθε άλλο παρά τηρήθηκε ευλαβικά ακόμη και στα πιο φανατικά χριστιανικά έθνη, ιδιαίτερα στους αιώνες του έπους του βιομηχανικού καπιταλισμού, είναι υπόθεση μόλις του προηγούμενου αιώνα, του 20ού, η κατάκτηση της πενθήμερης εργάσιμης εβδομάδας. Αν πάρουμε, λοιπόν, υπόψη ότι η Πεντάτευχος του Μωυσή γράφτηκε περί το 1400 π.Χ., μπορούμε να υπολογίσουμε ότι χρειάστηκαν περίπου 3.500 χρόνια για να περάσουμε από την κατάργηση της 7ης στην κατάργηση και της 6ης μέρας εργασίας. Και χρειάστηκαν μόλις λίγες μέρες για να σβήσουν ο Μωυσής Νο 2 και οι πιστοί του (όπως ο Άδωνις, ο κατάλληλος υπουργός στην κατάλληλη θέση όταν ψηφίστηκε πέρσι η σχετική διάταξη), εξέλιξη 3.500 χρόνων. Ρισπέκτ, διότι λίγο έλειψε να ξεπεράσει σε δημιουργική ταχύτητα τον Θεό που έφτιαξε τον κόσμο σε μόλις έξι εργάσιμες.
Πέραν από πλάκα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η ρύθμιση του χρόνου εργασίας σε επταήμερη και 24ωρη βάση είναι προϊόν του βιομηχανικού καπιταλισμού, και σε μεγάλο βαθμό του ορυκτού καπιταλισμού. Από την εποχή της ατμοκίνησης εντοπίστηκε ως πρόβλημα το «άψε-σβήσε» στις μηχανές που τροφοδοτούνταν με κάρβουνο κι έναν αιώνα μετά αυτό έγινε πιο προβληματικό όταν το κάρβουνο το αντικατέστησε το πετρέλαιο στις μεγάλες μονάδες της μεταλλουργίας και όλης της βαριάς βιομηχανίας που τα καμίνια της δεν μπορούσαν να αναβοσβήνουν για ψύλλου πήδημα, εξ ου και οι βιομηχανίες συνεχούς πυράς, διότι το πυρ έκαιγε σε 24ωρη βάση και οι βάρδιες εργασίας έπρεπε να καλύπτουν το «24x7x365», για να ταΐζουν ακατάπαυστα το θηρίο της παραγωγής και τα άλλα θηρία, της παγκόσμιας ζήτησης και της παγκόσμιας αγοράς.
Ίσως έχουμε βιαστεί να καταλογίσουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία του εξαήμερου στον Μωυσή Νο2 – Κυριάκο. Ίσως η νέα συνθήκη συνεχούς πυράς δεν είναι το πετρέλαιο ή το αέριο, αλλά η ακατάπαυστη ροή δεδομένων μέσω Διαδικτύου που απαιτεί εκατομμύρια σέρβερς σε συνεχή λειτουργία, δισεκατομμύρια λάπτοπ, πι σι, κινητά, POS, δέκτες και πομπούς πληροφοριών, συναλλαγών και ροών χρήματος. Ίσως χρειαστεί ένας ευφάνταστος Μωυσής -φυσικά ο δικός μας!- να μεσολαβήσει ξανά στον Θεό να προσθέσει μία ή δύο μέρες στη βδομάδα, γιατί με τις επτά δεν βγαίνει.
Θεωρίες για την υπεραξία
Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν, και αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί γης γης. Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς. Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός, λέγων· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής και άρχετε των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και πάντων των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης. Και είπεν ο Θεός· ιδού δέδωκα υμίν πάντα χόρτον σπόριμον σπείρον σπέρμα, ο εστιν επάνω πάσης της γης, και πάν ξύλον, ο έχει εν εαυτώ καρπόν σπέρματος σπορίμου, υμίν έσται εις βρώσιν· Και πάσι τοις θηρίοις της γης και πάσι τοις πετεινοίς του ουρανού και παντί ερπετώ έρποντι επί της γης, ο έχει εν εαυτώ ψυχήν ζωής, και πάντα χόρτον χλωρόν εις βρώσιν. και εγένετο ούτως. Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν. Και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ, ημέρα έκτη. [ΓΕΝΕΣΙΣ 1, 27-31]
efsyn