09-06-2024,, Ω/11:10′
ΤΟ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΠΑΤΕΩΝΑ
Η Απάτη στην ελληνική μυθολογία ήταν η προσωποποίηση ή πνεύμα (δαίμονας) της εξαπάτησης, παραπλάνησης, πονηριάς και της απάτης. Ο Ησίοδος αναφέρει στη Θεογονία την Απάτη ως κόρη (από παρθενογένεση) της Νυκτός, τέκνα της οποίας ήταν και ο Μόρος, η Κηρ, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, ο Μώμος, η Οϊζύς, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, οι Κήρες, η Νέμεσις, η Φιλότης, το Γήρας και η Έρις.
Λέγεται πως ήταν ένα από τα κακά πνεύματα, όπως το μίσος, ο πόλεμος, η πείνα και οι αρρώστιες, που είχαν ελευθερωθεί από το κουτί της Πανδώρας.
Η Φράους (Fraus-Απάτη) ήταν θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Στη ρωμαϊκή μυθολογία, η απάτη ήταν η θεά της προδοσίας, και βοηθός του θεού Μέρκουρι. Από την θεότητα αυτή προήλθε και η λέξη “απάτη”. Στην κελτική μυθολογία, η απάτη ήταν μια πολύ επιθετική λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πόρνες.
Ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης (κατά τον Λουκιανό από τα Σαμόσατα), είχε μεγαλώσει στην επαρχία. Πανέμορφος με ανοιχτόχρωμο δέρμα, απαλή γενειάδα και μακριά μαλλιά, με «μάτια που έλαμπαν από έναν εκμαυλιστικό και θεϊκό ενθουσιασμό», γλυκιά και καθαρή φωνή και ευστροφία καταπληκτική. «Δεν υπήρχε κανένας που να τον συνάντησε και να μην έφυγε με την εντύπωση πως είχε γνωρίσει τον πιο άξιο και σωστό άνθρωπο, τον πιο απλό και ανεπιτήδευτο αυτού του κόσμου. Επεδείκνυε, δε, μια μεγαλόπρεπη συμπεριφορά όπως κάποιος που δεν ενδιαφέρεται για τα ευτελή, αλλά στρέφει πάντα το βλέμμα στις υψηλότερες αξίες». Ο Αλέξανδρος, άρχισε να πουλά το κορμί του κι ανάμεσα στους πελάτες του συνάντησε έναν τσαρλατάνο, από εκείνους που πουλούν φυλαχτά, μάγια και χάρτες με κρυμμένους θησαυρούς. Του δίδαξε όλα τα κόλπα κι εκείνος τα έμαθε όλα. Όταν ο φίλος του πέθανε άλλαξε επάγγελμα και άρχισε να περιπλανιέται πουλώντας μάγια. Στη Μακεδονία γνώρισε μια πλούσια γυναίκα, μεγάλη σε ηλικία, που τον ερωτεύτηκε και πλήρωνε καλά για τις συνευρέσεις τους.
Στην ένδοξη κάποτε, και τώρα καταντημένη σε μερικά φτωχόσπιτα Πέλλα, από όπου ήταν η καταγωγή της, βρήκαν δυο μεγάλα φίδια, πάρα πολύ ήσυχα, που κοιμόνταν μαζί με παιδιά και δεν δάγκωναν ακόμα κι όταν τα πατούσαν. Ο Αλέξανδρος τα αγόρασε σε χαμηλή τιμή και έφυγε με το φίλο του Κοκκωνά, ένα ποιητή που τον συνόδευε στις περιπλανήσεις του, γιατί κάθε απάτη πρέπει να μοιράζεται. Αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα μαντείο. Το κατάλληλο μέρος ήταν το Αβώνου τείχος γιατί είχαν τις πληροφορίες τους ότι ο κόσμος ήταν διατεθειμένος να πιστέψει οτιδήποτε. Για να προετοιμάσουν την άφιξή τους έθαψαν στο ναό του Ασκληπιού στη Χαλκηδόνα μερικά χάλκινα πινακίδια. Μετά τα ξέθαψαν και διάβασαν αυτά που είχαν γράψει: «ο Απόλλων, πατέρας του Ασκληπιού, ετοιμαζόταν να εγκατασταθεί στο Αβώνου τείχος. Η φήμη απλώθηκε παντού και οι κάτοικοι ψήφισαν για την ανέγερση ενός ναού.
Ο Αλέξανδρος παρουσιάστηκε μόνος του, αφού ο φίλος του είχε πεθάνει από δάγκωμα οχιάς. Φορούσε λευκό και πορφυρό χιτώνα σκεπασμένο από μανδύα και κρατούσε ένα κυρτό σπαθί ίδιο με του Περσέα, για το οποίο ισχυριζόταν πως ήταν πρόγονός του. Παρόλο που οι Παφλαγόνες τον γνώριζαν όπως και τους φτωχούς γονείς του, υποκλίθηκαν στους χρησμούς του και την επινοημένη ιστορία του πως ο Ποδαλείριος γιος του Ασκληπιού, είχε σμίξει με την μητέρα του. Ο Αλέξανδρος, κάθε τόσο έπεφτε σε κατάληψη και χάρη σε μια ρίζα που μασούσε έβγαζε αφρούς από το στόμα. Εκτός από τα φίδια, που είχε φέρει από τη Μακεδονία, απαραίτητα για ένα μαντείο, κατόρθωσε να βρει μια νύχτα, ένα αυγό χήνας κι ένα φιδάκι. Έκλεισε το φιδάκι στο αυγό και το βύθισε στη λάσπη. Το πρωί παρουσιάστηκε σαν δαιμονισμένος στην πλατεία της αγοράς και αφού φώναξε κάποιες φοινικικές λέξεις στους έκπληκτους κατοίκους, ανακοίνωσε πως η πόλη θα δεχόταν το θεό. Μετά έτρεξε στην πηγή του ναού, όπου είχε κρύψει το αυγό, ζήτησε ένα πιάτο προσφορών και το βύθισε στην λάσπη. Το πιάτο ξαναφάνηκε με το αυγό της χήνας που το είχε κλείσει με κερί. Τότε έσπασε το τσόφλι κι άφησε το φιδάκι να κινηθεί στα δάχτυλά του. Ήταν ο νέος Ασκληπιός τους είπε. Το πλήθος, τον ακολούθησε γεμάτο ευλάβεια. Έπειτα δεν εμφανίστηκε για λίγες μέρες. Τον βρήκαν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, σαν θεό, ενώ το φίδι από τη Μακεδονία, τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, ακουμπούσε στην κοιλιά του και συνέχιζε με τις σπείρες του μέχρι το πάτωμα. Δίπλα από τη γενειάδα του ο Αλέξανδρος άφηνε να διακρίνεται ένα πάνινο κεφάλι – ανθρώπινο και φιδίσιο ταυτόχρονα – που είχε γεμίσει με αλογότριχες. Στο λιγοστό φως, οι θεατές σπρώχνονταν για να κοιτάξουν το φιδάκι που σε λίγες μέρες είχε μεταμορφωθεί σε δράκο με ανθρώπινο κεφάλι. Κατέφθαναν από τη Βιθυνία, τη Θράκη, τη Γαλατία κι ο Αλέξανδρος κέρδιζε «ανάμεσα στις εβδομήντα με ογδόντα χιλιάδες δραχμές του χρόνο». Αποφάσισε να ονομαστεί Γλύκων. «Εγώ είναι ο Γλύκων, ανιψιός του Δία, φως για τους ανθρώπους».
Τότε τον επισκέφθηκε ο Ρουτιλιανός, Ρωμαίος, άνθρωπος που αντιπροσώπευε την εξουσία στην περιοχή, που παρά τις εμπειρίες του ήταν έτοιμος να πιστέψει και να λατρέψει μια οποιαδήποτε πέτρα λαδωμένη και στεφανωμένη. Ο Αλέξανδρος σύντομα αρραβωνιάστηκε την κόρη του. Τον έπεισε επίσης πως ήταν γιος της Σελήνης και πως η ιστορία του Ενδυμίωνα είχε επαναληφθεί σε αυτόν, κάνοντας τον Ρουτιλιανό να προσφέρει εκατόμβες στη Σελήνη, την πεθερά του. Στο ναό, ο Αλέξανδρος, αρεσκόταν να φέρνει μυστήρια, κυρίως αυτά της γέννησής τους. Την τρίτη ημέρα των εορτασμών, και ενώ προσποιόταν πως κοιμόταν, μπροστά στους θεατές από την σκεπή, σαν από τον ουρανό, γλιστρούσε πάνω του η ελκυστική Ρουτίλια, γυναίκα κάποιου διαχειριστή του, και σαν γιος θεού οι δυο τους είχαν την ευκαιρία να αγκαλιάζονται ατιμώρητα μπροστά στο κοινό και το σύζυγό της, ενώ κάθε τόσο ο Αλέξανδρος, άφηνε να φαίνεται ο μηρός του που έλαμπε από χρυσάφι κάνοντας τους παρευρισκόμενους να πιστεύουν πως η ψυχή του Πυθαγόρα είχε περάσει σε αυτόν.
Πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος, (για τον οποίο μέχρι και νομίσματα είχαν κοπεί που τον παρουσίαζαν με τις ταινίες του Ασκληπιού και το σπαθί του Περσέα), έπεισε τις αρχές της Ρώμης να αλλάξουν το όνομα του Αβώνου τείχους σε Ιωνόπολη. Η λατρεία του κράτησε έναν ακόμα αιώνα, ενώ ακόμα και σήμερα η πόλη ονομάζεται Ινέμπολου.
Φίλες και φίλοι, ίσως ο Αλέξανδρος να μην ήταν ο απατεώνας που μας αφηγείται ο Λουκιανός αλλά ένας σοφός, που, στους ύστερους χρόνους, έφερνε στο προσκήνιο τις ρίζες. Αξίζει να επισημάνουμε ωστόσο πως ο Λουκιανός σε όλα του τα έργα, με μεγάλη οξύνοια αποκαλύπτει και καυτηριάζει τα σφάλματα των συγχρόνων του: τη διαφθορά των ηθών, την κενοδοξία των φιλοσόφων, τη σχολαστικότητα των γραμματικών καθώς και τη δεισιδαιμονία και τη μωρία του απλού λαού. Απέναντι σε όλα τούτα τοποθετεί το ελληνικό ιδεώδες, το μέτρον ως φιλοσοφημένη στάση ζωής. Σε χρόνια ταραγμένα, από τα πανάρχαια χρόνια, όταν ο πόλεμος, η φτώχεια, η πείνα κι οι κακουχίες μαστίζουν τον κόσμο, οι άνθρωποι στρέφονται στον ουρανό για απαντήσεις. Τότε, ο τόπος γεμίζει από διαμεσολαβητές – τσαρλατάνους, μεταξύ ουρανού και γης που έχουν απαντήσεις και συχνά λύσεις, έναντι αμοιβής ή ανταλλάγματος. Όταν παραχωρούμε σε αυτούς κύρος, δύναμη κι εξουσία τότε γίνονται πρότυπο για ένα πολιτισμό που γονιμοποιείται με απάτες.
Είθε η κόρη της Νύχτας, η Απάτη που θριαμβεύει στις μέρες μας, να ξεσκεπάζεται κάτω από το φως μιας σοβαρής και υπεύθυνης στάσης ζωής, με γνώμονα την εμπειρία, τη γνώση, και τη λογική του καθενός μας.
ΒΑΣΩ ΔΕΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΗΓΕΣ: ΚΕΡΕΝΥΙ «Η Μυθολογία των Ελλήνων», ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΚΑΛΑΣΣΟ «Οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας», Βικιπαίδεια.