28-10-2024, Ω/09:30′
Τον έλεγαν Χρήστο Νάτσιο. Τον ξέρετε ως Νταβέλη. Γεννήθηκε σχεδόν μαζί με το νεοελληνικό κράτος. Δυο χρόνια αργότερα. Αρβανίτης και Βλάχος στην καταγωγή. Παιδί της Στερεάς Ελλάδας, ή για κάποιους της Εύβοιας. Το σίγουρο ήταν ότι η μοίρα του ήταν τα κοπάδια, τα πρόβατα, το γάλα. Παιδί βοσκών, λοιπόν, πρώτα έγινε βοσκός κι αυτός κι ύστερα έβγαλε μουστάκι. Κατηφόρισε νωρίς προς την Αθήνα και ξεκίνησε να πουλάει γάλα στη Μονή Πετράκη, στο Κολωνάκι. Έκανε και τον αγγελιοφόρο ερωτικών γραμμάτων από έναν ηγούμενο σε μια μοναχή. Μεγάλη η χάρη τους. Τελικά μυρίστηκε την δουλειά, του έκλεψε την αγία ερωμένη κι αυτός τον κατήγγειλε ψευδώς για μια κλοπή. Για να την γλιτώσει γυρίζει στην Εύβοια. Πάλι ο έρωτας στη μέση. Πάλι οι παπάδες. Ερωτεύεται την κόρη του παπά του χωριού, που την ετοίμαζαν να παντρευτεί έναν τσέλιγκα. Πλάκωσαν οι χωροφύλακες κάποια στιγμή για έναν λιποτάκτη -ή ως ληστή-, τους δείχνει τον Νταβέλη ο τσέλιγκας, να τη η πρώτη συμπλοκή. Να κι ο πρώτος νεκρός μπάτσος από τα χέρια του. Κι έτσι ξεκίνησε η καριέρα του σα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Σαν ένας Οιδίποδας που κοντράρει τη μοίρα του, φουλαριστός για την αυτοκαταστροφή του.
Την έλεγαν Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν, την ξέρετε ως Δούκισσα της Πλακεντίας. Γεννήθηκε στις στάχτες μιας άλλης Επανάστασης, της Αμερικάνικης, κατά διαβολική σύμπτωση κι αυτή 2 χρόνια αργότερα. Το πρώτο της κλάμα το έβγαλε μάλιστα εκεί που χτύπησε για πρώτη φορά η καμπάνα της Ελευθερίας, στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Δεν ήταν εντελώς Αμερικάνα, όμως. Κόρη του Γάλλου πολιτικού, διπλωμάτη και συγγραφέα, François Barbé-Marbois, που βρισκόταν εκεί ως εκπρόσωπος του Γαλλικού κράτους και της Elizabeth Moore, κόρη του πρώην κυβερνήτη της περιοχής. Ο μπαμπάς της στα μέσα και στα έξω. Αυτός διαπραγματεύτηκε την Λουϊζιάνα και την πούλησε στους Αμερικάνους για 152 χιλιάδες φράγκα. Κολλητός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, υπουργός Δικαιοσύνης του γαλλικού κράτους αφού ο «κοντός» εξορίστηκε στην Αγία Ελένη. Την μεγάλωσε μέσα στα σαλόνια, την πάντρεψε με τον υπασπιστή του Βοναπάρτη. Μπαμπάς και σύζυγος πρωταγωνιστούν στην υπόταξη της Ιταλίας. Δούκας της Πιατσέντσα ο σύζυγος. Δούκισσα της Πλακεντίας (Piacenza) αυτή. Έτσι κι αυτή πήρε το όνομα της μέσα από τους τίτλους που της φόρτωσαν οι άλλοι, αυτοί που όριζαν τη δική της μοίρα, αυτοί που την έβλεπαν ως ακόμα ένα παράσημο στις στρατιωτικές επίσημες ενδυμασίες τους. Μια Αντιγόνη ανάμεσα σε Κρέοντες.
Στο βουνό ο Νταβέλης είναι καπετάνιος, ένας κλέφτης κι αρματολός που είχε ξεμείνει από την προηγούμενη περίοδο, ένας πρώιμος αντάρτης. Άντε σαν ένα Παλαιοκώστας της εποχής να πούμε. Χώρισε την Αττική, την Βοιωτία, την Εύβοια και την Φθιώτιδα σε ζώνες και μαζί με τα παλικάρια του λήστευε, άρπαζε, λεηλατούσε, οργάνωνε απαγωγές, μάζευε χρήματα και δύναμη. Τα έβαζε στα ίσια ακόμα και με τον υπουργό που τον είχε βάλει στο μάτι, έμπαινε στην Λιβαδειά μόνο και μόνο για να κάψει τις δικογραφίες εναντίον του. Δεν τον ένοιαζε, όμως, μόνο η οικονομική δύναμη. Μετά από κάθε του έγκλημα ρωτούσε αν η πράξη του τραγουδήθηκε σε κάποιο δημοτικό τραγούδι. Όπου άκουγε μια αδικία εμφανιζόταν, κρεμούσε τον θύτη και προίκισε τα θύματα, άλλες φορές γινόταν και κουμπάρος τους.
Στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου γίνεται ήρωας. Ρώσοι από την μια, Τούρκοι, Γάλλοι, Άγγλοι, Ιταλοί από την άλλη. Οι Έλληνες ήθελαν να πάνε με τους Ρώσους και για τα ομόδοξα αφηγήματα, αλλά κυρίως για να αρπάξουν κάνα χωράφι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέρρεε. Ούτε να το σκεφτείτε μας είπαν οι «προστάτες» μας. Φάτε κι έναν αποκλεισμό να ψοφήσετε στην πείνα, να δω αν θα στείλετε ξανά καμία λεγεώνα στον Τσάρο. Τι νομίζατε, με τα μνημόνια ξεκίνησαν αυτές οι ιστορίες; Ε μια μέρα στον Κεραμεικό ο Νταβέλης συναντά έναν Γάλλο αξιωματικό που είχε έρθει να μας δώσει ένα προστατευτικό μπερντάκι, τον πιάνει, τον ξεπαραδιάζει, τον παίρνει παραμάσχαλα και τον πάει στη σπηλιά του. Κλάμα στα γράμματα ο πρώην νταής Γάλλος. Τι να κάνουν; Έδωσε το ελληνικό κράτος 30 χιλιάδες δραχμές σε χρυσό στον Νταβέλη, εκείνος τον απελευθέρωσε και με ελεύθερα χέρια πια οι εκπρόσωποι της φωνής της λογικής συνέχισαν να μας τις ρίχνουν. Κερατάδες και δαρμένοι μέχρι να καταλάβουμε πως ανήκουμε στην Δύση.
Από την άλλη η Δούκισσα έκανε άστατη ζωή και δικός της ήταν λογαριασμός. Πρωτοπόρα στην εποχή της. Στη ζωή της, στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα. Εγκαταλείπει τον υπασπιστή, αφήνει την Γαλλία, στήνει φιλολογικά σαλόνια, συναναστρέφεται με τον Ουγκώ και τον Λαμαρτίν, οργανώνεται στο φιλελληνικό κόμμα, δίνει και 14 χιλιάδες φράγκα για τον επαναστατικό αγώνα. Από το 1929 έρχεται στην Ελλάδα. Μην είμαστε, όμως, τόσο ρομαντικοί. Είπαμε αγαπάμε την Επανάσταση, αλλά και τα μεσιτικά έχουν το δικό τους ενδιαφέρον, ειδικά σε μια νέα σχηματιζόμενη αστική τάξη. Τα έβαλε με τους παπάδες και με τις πλάτες του Κωλέττη τους πήρε 2 χιλιάδες στρέμματα στην Πεντέλη, που αυτοί τα έκαναν χρησικτησία με τον ασκητισμό. Κι από τους άκληρους αναχωρητές σχημάτιζε ακίνητη περιουσία η Εκκλησία. Αμ πώς; Και κάπως έτσι περάσαμε κι εμείς από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Λέμε τώρα.
Σαν κάθε Αντιγόνη που σέβεται τον εαυτό της έπρεπε να κρύβει μια μεγάλη τραγωδία. Η Δούκισσα είχε χάσει την κόρη της στην Βηρυτό. Άγρια ερωτευμένη με έναν Έλληνα υπασπιστή του Όθωνα, όταν τον χάνει από χολέρα, αφήνεται, παραπαίει και σβήνει μέσα σε 3 ημέρες. Η Δούκισσα όταν επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, το 1837, πήρε μαζί της και το άψυχο κορμί της κόρης της. Το είχε ταριχευμένο σε ένα δωμάτιο στο υπόγειο στο σπίτι της στην Ομόνοια σε χαμηλή θερμοκρασία. Δίπλα από το σώμα της έκαιγε πάντα μια λαμπάδα. Κάποια στιγμή από τη λαμπάδα ξεκίνησε μια φωτιά που έκαψε ολοσχερώς το σπίτι της Δούκισσας, μαζί έκαψε και τον μεγαλύτερο θησαυρό της. Το σώμα της κόρης της.
Ακόμα ακούνε οι περαστικοί να ουρλιάζει τις νύχτες: Ξύπνα κόρη μου γλυκιά, σήκω πάνω, σε φωνάζω, δε μ’ ακούς;»
Και για να πάμε στα κουτσομπολιά. Να το ελαφρύνουμε. Τελικά τα είχαν;
Δεν χρειάζεται κανείς να είναι κι ιστορικός. Τις ημερομηνίες να βάλεις κάτω, δε βγαίνουν. Τους χώριζαν κοντά στα 50 χρόνια. Η Δούκισσα πέθανε μόνη της στα 69 της χρόνια, όταν ο Νταβέλης ήταν δεν ήταν καν 22 χρονών. Τώρα να ήταν τόσο μερακλής; Κομμάτι δύσκολο. Ακόμα δεν είχε βγει στην Πεντέλη καλά καλά. Υπάρχει βέβαια μια αλήθεια. Κι η Δούκισσα χαριεντίζονταν με τον λήσταρχο Σπύρο Μπίμπιση από το Μενίδι. Κι ο Νταβέλης τα είχε με την Λουίζα Μπανκόλι, μια κόμισσα από την Ιταλία, που την έφαγε από τον υπαρχηγό του, τον Γιάννη Μέγα. Ο τύπος πληγώθηκε τόσο πολύ, που πήγε με την πλευρά των χωροφυλάκων για να τον τελειώσει. Κι ήταν εκεί την ημέρα που τον περικύκλωσαν οι μπάτσοι. Και ζήτησε να είναι αυτός που θα σκοτώσει τον πρώην αρχηγό του. Μονομάχησαν. Ο Νταβέλης νίκησε, τον σώριασε. Όμως αμέσως κι αυτός τρυπήθηκε από άλλον χωροφύλακα. Κι έτσι ο μύθος του πέρασε από το βουνό στον θρύλο. «Ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια» φώναξε ο φονιάς του. Μάλιστα έβαλαν το κεφάλι του στην πλατεία Συντάγματος για να τον βλέπουν οι νοικοκυραίοι να τρομάζουν. Σαν έναν πρώτο φανοστάτη της ντροπής. Πριν το κεφάλι του Άρη.
Και τι σημασία έχει που δεν ήταν ποτέ εραστές. Τι σημασία έχει που ίσως δε συναντήθηκαν ποτέ οι δυο μύθοι τους. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ισχύει η ειρωνική παροιμία «μην αφήνεις ποτέ μια μικρή λεπτομέρεια να χαλάει μια ωραία ιστορία». Αυτός νίκησε τη μοίρα του που τον ήθελε καρπαζοεισπράκτορα της εκκλησίας, των χωροφυλάκων, των τσελιγκάδων. Δεν έγινε ένας ακόμα κυρ-Παντελής, αλλά έγινε ο φόβος κι ο τρόμος του κράτους τους. Αυτή νίκησε τη μοίρα της που την ήθελε κόρη του πατέρα της και γυναίκα του αντρός της, ξέφυγε από νοητά και πραγματικά σύνορα, έγινε επιχειρηματίας, ενεργή πολιτικός κι άνθρωπος του πνεύματος. Κι οι δυο ιστορίες έχουν μέσα άδικο αίμα, ιδιοτέλειες και ματαιοδοξίες. Ποιος πραγματικός ήρωας δεν έχει αντιηρωικά στοιχεία όμως;
Ξέρετε τι; Ξεχάστε όσα σας έγραψα. Όντως ήταν εραστές, ερωτευμένοι, κάηκαν από την φλόγα του πάθους, τους ένωσε η αντισυμβιβατικότητα κι η αυτοκαταστροφή τους. Αν δεν ήταν έτσι, πώς αλλιώς θα ήταν τόσο υπέροχο το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη που είπε μοναδικά ο Διονύσης Τσακνής:
Ό, τι κι αν σου γράψω απ’ το κρησφύγετό μου
Ο παλιό-Νταβέλης που είχα εαυτό μου
Τώρα εσένα έχει ερωτευτεί.
(fb) Κυκλοθυμικός