ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗ
(Του Κώστα Βελούτσου, Απόστρατου Π.Σ.)
Ο συναγερμός χτύπησε κλονίζοντας συθέμελα το παλιό κτήριο όπου στεγάζονταν η Πυροσβεστική υπηρεσία. Τέσσερις τα χαράματα, ξημέρωμα των Χριστουγέννων, και ο ήχος από το ποδοβολητό των ανδρών της βάρδιας, καθώς κατέβαιναν τα σκαλοπάτια του σταθμού για να επιβιβαστούν μες στα πυροσβεστικά οχήματα, έμοιαζε σαν τον ήχο από τις οπλές ατίθασων αλόγων. Λίγο μετά εκκωφαντικές ήταν οι σειρήνες που ακούγονταν σ’ ολόκληρη την πόλη εκείνο το κρύο Χριστουγεννιάτικο πρωινό. Οι πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για εκδήλωση πυρκαγιάς σε κατοικία, στην είσοδο της πόλης από την δυτική πλευρά. Αυτό όμως που κυριολεκτικά ανέβασε στα ύψη την αδρεναλίνη των ανδρών που μετέβαιναν στη φωτιά, όσο ποτέ άλλοτε, ήταν η πληροφορία που έφτασε στ’ αυτιά τους διαμέσου της ασύρματης επικοινωνίας, που αυτή έλεγε ότι στο σπίτι που καίγονταν, υπήρχαν εγκλωβισμένα δύο παιδιά. Δυο κορίτσια.
…Τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα θυμάμαι αυτά τα Χριστούγεννα. Πώς θα μπορούσα να τα ξεχάσω άλλωστε. Νέος ήμουν στο Σώμα, πυροσβέστης τριών ετών, η πρώτη γιορτή που θα ’κανα μέσα στον σταθμό μακριά απ’ όλους και πολύ περισσότερο μακριά από τους γονείς μου.
Μέρες πριν είχαμε στολίσει ένα μεγάλο κατακόκκινο δέντρο με πυροσβεστικούς σωλήνες στην είσοδο του σταθμού και πάνω σ’ αυτούς είχαμε βάλει ένα χάρτινο αστέρι. Πόσο όμορφο ήταν! Πολύχρωμα λαμπιόνια μικρά και μεγάλα αναβόσβηναν στον δικό τους ρυθμό και από κάπου έβγαζαν χριστουγεννιάτικες μελωδίες που το έκαναν πιο όμορφο. Και δίπλα του στεκόταν ένας φουσκωτός Αη-Βασίλης και μια φάτνη με τις φιγούρες των μάγων και του βρέφους που είχαμε φτιάξει εμείς. Εκείνο το βράδυ, ανήμερα των Χριστουγέννων η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, όταν άκουσα πως κινδύνευαν τα παιδιά. Γρήγορα φτάσαμε στη διεύθυνση που μας είχαν υποδείξει για την πυρκαγιά και αυτό που αντικρίσαμε ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας. Φόρεσα στην πλάτη την αναπνευστική συσκευή και μπήκα μέσα στο σπίτι μαζί με τον αρχαιότερο συνάδελφο της πυροσβεστικής εξόδου. Οι φλόγες που έγλυφαν τα ρούχα μας, η θερμοκρασία που έχει αναπτυχθεί αλλά και ο καπνός έκανε δύσκολο το έργο της κατάσβεσης. Τους γονείς των παιδιών τους βγάλαμε γρήγορα έξω από το σπίτι αφού αυτοί βρέθηκαν από εμάς λιπόθυμοι από τις αναθυμιάσεις στο ισόγειο της κατοικίας. Παντού σκοτάδι δεν βλέπαμε τίποτα μπροστά μας και από ένστικτο ανεβήκαμε στον όροφο της κατοικίας. Με οδηγό μας τον τοίχο του σπιτιού καταφέραμε βήμα-βήμα να κινηθούμε στον όροφο της κατοικίας ελπίζοντας πως κάτι θα βρούμε. Αμέσως κατευθυνθήκαμε στα δωμάτια που υπήρχαν δεξιά και αριστερά του διαδρόμου ψάχνοντας για τα παιδιά…
Φωνάζαμε μήπως μας ακούσουν αλλά δεν παίρναμε καμία απάντηση. Κάθε λεπτό που περνούσε και κάθε δευτερόλεπτο ένοιωθα πως η ζωή των παιδιών ολοένα και λιγόστευε. Οι ανάσες μας γίνονταν γρήγορες κι αγωνιώδεις ώσπου κάποια στιγμή από κάπου πολύ αόριστα άκουσα κάτι σαν παιδικές φωνές και ουρλιαχτά. Όχι, ήμουν σίγουρος δεν έκανα λάθος. Αναθάρρεψα και η καρδιά μου φτερούγισε από την λαχτάρα που θα έβλεπα τα παιδιά ζωντανά. Αμέσως έτρεξα προς το μέρος που άκουσα τις φωνές δίχως να υπολογίσω τίποτα, ακόμα και την δική μου ζωή. Το ξύλινο δάπεδο του ορόφου είχε καταρρεύσει και πατούσα πάνω στα χοντρά καδρόνια που γι’ αυτήν την ώρα ήταν ακόμα στη θέση τους. Την μοναδική οδό που έβλεπα μπροστά μου ήταν η οδός για την σωτηρία των παιδιών. Τίποτα άλλο.
Ανατριχιάζω τώρα που τα θυμάμαι όλα αυτά. Μετά από τόσα χρόνια και οι εικόνες εκείνων των Χριστουγέννων στέκονται ολοζώντανες μπροστά θαρρείς πως τις ζω αυτούσιες τούτη εδώ την στιγμή. Κάθε χρόνο από τότε θυμάμαι εκείνο το ξημέρωμα…
Δεν μ’ ένοιαζε η ζωή μου παρά μόνο αυτή των παιδιών. Δεν θα ’βγαινα έξω από το σπίτι μόνος μου…
Το ένστικτό μου με βοήθησε να φτάσω στο παιδικό δωμάτιο απ’ όπου άκουγα φωνές. Έψαξα παντού με το φακό που είχα μαζί μου άλλα δεν έβλεπα τίποτα. Ο καπνός γίνονταν όλο και πιο πυκνός όλο πιο μαύρος και οι φλόγες είχαν περικυκλώσει όλο το δωμάτιο. Η αναπνευστική συσκευή που φορούσα άρχισε να σφυρίζει κάτι που σήμαινε πως έπρεπε να βγω έξω όσο γρηγορότερα μπορούσα από το χώρο αυτό.
Δεν το ’κανα και μετά από τόσα χρόνια δηλώνω πως δεν το μετάνιωσα ούτε μια στιγμή…
Έψαχνα παντού δίχως να βλέπω κάτι. Οι φωνές όμως έγιναν ακόμα πιο δυνατές κάτι που επιβεβαίωσε την ορθή αρχική μου εκτίμηση. Φώναξα τον συνάδελφο που επιχειρούσαμε στη φωτιά και ήρθε δίπλα μου. «Εδώ είναι, εδώ… κάτω από το κρεβάτι». Έτσι του είπα και του υπέδειξα το ακριβές σημείο. Οι δυο μας συρθήκαμε όπως μπορούσαμε και πήγαμε κοντά, τόσο κοντά που μπόρεσα και άγγιξα με τα χέρια μου τα δάχτυλα του ενός παιδιού. Κράτησα σφιχτά το χέρι του μέσα στο δικό μου και το έφερα κοντά μου. Ανέπνεε. Ζούσε. Και μετά το άλλο παιδί…
Αυτές ήταν και οι τελευταίες εικόνες που είχα από εκείνη την ημέρα. Όλα γύρω μου ξαφνικά σκοτείνιασαν και οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν. Το οξυγόνο που ήταν μες στην αναπνευστική συσκευή είχε τελειώσει και μαζί του τέλειωνε η ζωή μου. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ένα πύρινο κύμα να στέκεται παντού πάνω στο σώμα μου. Αυτό ήταν το τέλος μου. Δεν ανέπνεα και οι κόρες των ματιών μου είχαν κρυσταλλώσει, όπως «ακίνητο» είχε μείνει και το μυαλό μου, σ’ αυτές τις εικόνες των παιδιών εκείνο το χριστουγεννιάτικο ξημέρωμα.
Είκοσι μέρες ισορροπούσα ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο στο νοσοκομείο της πόλης. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας άνοιξα τα μάτια μου. Δεν γνώριζα όμως κανέναν από όσους έτρεξαν κοντά μου. Μόνο κάτι λόγια έφταναν στ’ αυτιά μου από κάποια πρόσωπα που εμένα όμως δεν μου θύμιζαν τίποτα. Μ’ έβγαλαν από την εντατική και με πήγαν σε κάποιο θάλαμο για περαιτέρω νοσηλεία αφού ήμουν καλά. Τα εγκαύματα που είχα στα χέρια και στα πόδια είχαν αρχίσει να υποχωρούν και η κλινική μου εικόνα, απ’ ό, τι έλεγαν οι θεράποντες ιατροί, ήταν τουλάχιστον ικανοποιητική.
Το κακό όμως είχε γίνει. Δεν θυμόμουν τίποτα… το παραμικρό από το παρελθόν μου. «Ολική απώλεια μνήμης με σταδιακή επιδείνωση». Αυτή ήταν η επίσημη διάγνωση και το ιατρικό ανακοινωθέν.
Δεν ήξερα ποιος ήμουν, δεν ήξερα που βρισκόμουν και όλοι όσοι ήταν δίπλα μου, μού φαίνονταν άγνωστοι, λες και η ζωή μου ξεκινούσε πάλι από την αρχή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, έναν χρόνο αργότερα από τότε από εκείνη την ημέρα, απόγευμα ήταν…
Με επισκέφθηκαν στο σπίτι μου δυο παιδιά μαζί με τους γονείς τους. Δυο κορίτσια. Εγώ όμως δεν γνώριζα κανέναν απ’ αυτούς. Τα παιδιά με πλησίασαν, ήρθαν κοντά μου και είδα ότι τα μάτια τους ήταν γεμάτα δάκρυα. Δάκρυσα κι εγώ μαζί τους δίχως να γνωρίζω το γιατί. Χαμογελούσαν μέσα από τα δάκρυά τους και μαζί τους χαμογελούσα κι εγώ. Μ’ άγγιζαν, μου έλεγαν «ευχαριστώ», μου έλεγαν ότι τους έσωσα την ζωή τους. Και τότε κάτι μέσα μου αιφνιδιαστικά ξύπνησε. Εικόνες με πλημμύρισαν και το μυαλό μου ξεχείλισε από τις αναμνήσεις. Πυροσβεστικές αναμνήσεις και όσες από τις μνήμες με είχαν εγκαταλείψει ήταν ξανά εδώ. Μέσα μου. Όλες οι εικόνες από το παρελθόν μου έπαιρναν χρώμα και ζωή και μπρος στα μάτια μου ξαναζωντάνευε κάθε στιγμή. Τα κορίτσια μ’ αγκάλιασαν σφιχτά, μου φιλούσαν τα χέρια και μου είπαν:
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ