17-06-2024, Ω/15:10′
-Αυτός που στη μάχη στα Δερβενάκια έσπασε 3 σπαθιά πολεμώντας και το τέταρτο δεν μπορούσαν να το ξεκολλήσουν απο το χέρι του – καθώς είχε πάθει αγκύλωση.
-Αυτός που αρνήθηκε να του προσφερθούν μέρος των λαφύρων (απο τη μάχη της Τρίπολης) και μετά απο πιέσεις δέχτηκε μόνο ένα σπαθί (το οποίο και πρόσφερε για τον έρανο στη πολιορκία του Μεσολογγίου).
-Αυτός που σαν τον ρωτάγανε τι θέλει να του προσφέρουν για τους αγώνες του ”αξιώματα, λάφυρα, χρήματα”, απαντούσε: ”τίποτα, μόνο να δω τη πατρίδα μου λεύτερη”.
-Αυτός που το 1839 μπήκε στη φυλακή κατηγορούμενος ως αντιπολιτευόμενος τον Όθωνα (ως πρόεδρος της φιλορωσικής Φιλορθοδόξου Εταιρείας), αθωώθηκε το 1840, αλλά παρέμεινε στην ανήλιαγη και υγρή φυλακή της Αίγινας για άλλο ένα χρόνο, χωρίς κατηγορίες, αλλά για να εξασφαλιστεί η Βαυαρική μας ευωχία.
-Αυτός που σαν βγήκε απο τη φυλακή και τον είδε η κόρη του μέσα στη ”κόκκινη ενδυμασία του”-απο τα βασανιστήρια των δεσμοφυλάκων του-της σάλεψε το μυαλό και αποτρελάθηκε.
-Αυτός που τυφλωμένος απο διαβήτη και έχοντας χάσει τη περιουσία του (ένα κτήμα στο Άργος), πένης και δυστυχής, σαν πήρε χάρη από το βασιλιά, με παρέμβαση του Μακρυγιάννη του εξασφαλίστηκε ”μία άδεια επαιτείας” (*) για να ελεημονείται κάθε Παρασκευή και μόνο και όχι σε τόσο ”προσοδοφόρο” θέση.
-Αυτός που την μέρα της κηδείας του και σαν το λείψανο του έβγαινε από τη φτωχοκαλύβα στον Πειραιά, οι συμπολεμιστές του που τον κρατούσαν δεν το εναπόθεσαν στο κάρο αλλά προσφέρθηκαν όλοι οι Έλληνες και από χέρι σε χέρι το λείψανο του αγωνιστή έφτασε στον τάφο του. Και σαν ο νεκροθάφτης στη πρώτη φτυαριά καταλάβε για ποιού το ”σκήνωμα” φτυάριζε, λιποθυμούσε.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) , πεθαίνει στον Πειραιά στις 6 το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849, σε ηλικία 68 ετών, πάμφτωχος.
Τυφλός, σχεδόν ”φρενοβλαβής”΄. Aπό την ”περιποίηση” που έτυχε, από την ”επίσημη Ελλάδα”.
Ο Νικηταράς πέθανε εγκαταλελειμμένος όχι μόνο από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος υπό την Βαυαρική εποπτεία, αλλά και από το σύγχρονο, καθώς τα οστά του χάθηκαν από το ταφικό του μνημείο στο νεκροταφείο (από αμέλεια του Δήμου).
Στην μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια, τον Ιούλιο του 1822, οι Οθωμανοί έτρεξαν να γλιτώσουν προς την Κόρινθο.
Ο Νικηταράς τους κυνήγησε μέχρι ένα σημείο και ύστερα κουρασμένος από τη μάχη επέστρεψε πίσω στο ταμπούρι του. Εκεί άκουσε βογγητά. Πλησίασε και είδε έναν Αλβανό που είχε πολεμήσει με την πλευρά των Τούρκων. Ένα βόλι τον είχε βρει στη μέση και ήταν σχεδόν παράλυτος.
Μόλις αυτός είδε τον Νικηταρά να τον πλησιάζει, του ζήτησε να του πάρει το κεφάλι για να γλιτώσει από τους αφόρητους πόνους.
Ο Νικηταράς τότε του απάντησε: «Ορέ είμαι πολεμιστής και όχι δήμιος» και αφού τον σήκωσε στους ώμους κίνησε για το ελληνικό στρατόπεδο όπου θα μπορούσε να του δοθεί κάποια βοήθεια.
Ο Αλβανός φυσικά δεν γνώριζε ποιός ήταν εκείνος που τον βοηθούσε.
Στον δρόμο όμως, καθώς ο Νικηταράς προχωρούσε, πολλοί σταματούσαν και εξέφραζαν τον θαυμασμό τους καθώς τον αναγνώριζαν.
Τότε ο Αλβανός κατάλαβε ότι βρισκόταν στους ώμους του Νικηταρά του Τουρκοφάγου του οποίου η φήμη είχε απλωθεί σε όλα τα στρατόπεδα των Οθωμανών.
Πέρασε λίγη ώρα και ο Νικηταράς ένιωσε στο σβέρκο του την κρυάδα από τη λάμα ενός μαχαιριού.
Τότε έκανε μια ξαφνική κίνηση και πέταξε τον Αλβανό από πάνω του.
Τον είδε καταγής με το μαχαίρι στο χέρι.
«Ορέ δεν είσαι μπεσαλής» του λέει «εγώ θέλω να σε γλιτώσω και εσύ τυράς να με σκοτώσεις;».
“Όχι”, του λέει ο Αλβανός.
“Δεν ήθελα να σε σκοτώσω αλλά έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά σου για να έχω να λέω ότι με έσωσε ο τρομερός Νικηταράς”.
Και σηκώνοντας το άλλο του χέρι του έδειξε μια τούφα μαλλιά που πραγματικά είχε κόψει.
Ο Αλβανός ύστερα από λίγες ώρες πέθανε αλλά πριν ξεψυχήσει έδωσε την τούφα από τα μαλλιά του Νικηταρά στον Γιατράκο, ο οποίος με τη σειρά του αργότερα την έδωσε στον Ελβετό Μπετάν.
Οι αδελφοί Φυτάλη εντυπωσιασμένοι από αυτήν την ιστορία την αναπαράστησαν σε γλυπτό. Το φιλοτέχνησαν σε μάρμαρο και το παρουσίασαν στην έκθεση του Αγώνα, του 1884.
(*) Η ”απόδοση” αδειών ”επαιτείας, τότε από Βαυαρούς, ενίοτε από Άγγλους, Αντάντ, Αμερικάνους και λογής – λογής ”συμμάχους”, κρατεί 200 χρόνια τώρα σε τούτο τον τόπο.
Μα σαν πρέπει οι ”επαίτες ”να ξεσηκωθούν κατά αυτών που ορίζουν ”τις άδειες επαιτείας και ζωών τους” αλλά και κατά των ιθαγενών ”επαιτών” που πάντα δέσμευαν τις πλέον προσοδοφόρες θέσεις, με τη συναίνεση των ”σωτήρων μαs”, κατορθώνουν να ”σκοτώνονται ” μεταξύ τους …προς τέρψη και ικανοποίηση περισσή,συμμαχικών” μεγαλοσχημόνων και εντοπίων λακέδων τους.
”Τυφλοί”, σαλεμένοι,”πένητες” στην ”υγρή και ανήλιαγη” φυλακή μαs, θαρρούμε πως μαs αναλογεί κάτι διαφορετικό απο τη μοίρα του Ήρωα Νικηταρά;
Ένδεια, λήθη, καταφρόνια..
ΠΗΓΗ: Το διαδίκτυο (Stefanos Milesis)